Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Είδωλο - Εικόνα


Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός είχε και αυτός το δικό του «μεσαίωνα», τους αιώνες αυτούς που προσδιορίζουμε με τον όρο «σκοτεινούς» ή «μεταβατικούς»[1], τους τέσσερεις περίπου αιώνες που ξεκινούν από τον 12ο μέχρι τον 8ο π.Χ..
Για να κατανοήσουμε βαθύτερα την έννοια «σκοτεινοί αιώνες», ένα απαραίτητο στοιχείο που θα μας εισαγάγει σε διαλογισμό είναι ο Όμηρος. Τα ομηρικά έπη παρουσιάζονται από τους αοιδούς – με πρώτο αοιδό πιθανότατα τον ίδιο τον Όμηρο – στις αρχές του δεύτερου μισού του 8ου αι. π. Χ.. Η Ιλιάδα και στη συνέχεια η Οδύσσεια έδρασαν θα λέγαμε ως λυχνίες για την έξοδο του ελλαδικού πολιτισμού από την σκοτεινή σπηλιά του μεσαίωνα των σκοτεινών τεσσάρων αιώνων. Γνωρίζουμε επίσης ότι τα έπη διαδίδονταν μόνο με τον προφορικό λόγο και η γραφή μέχρι εκείνη τη στιγμή – ως μέσο «συμβολικής αναπαράστασης» (Vernant, 2003, σ. 398) – ήταν άγνωστη.
Είναι αναγκαίο εδώ να καθοριστεί η έννοια της λέξης «γραφή», δηλαδή το «γράφειν», που σημαίνει: γράφω, σχεδιάζω, αλλά και ζωγραφίζω. Με αυτό, θα λέγαμε πως ο πολιτισμός των σκοτεινών αιώνων δεν κάνει χρήση – γιατί δεν γνωρίζει – κανενός συστήματος «συμβολική αναπαράσταση», με άλλα λόγια: δεν γνωρίζει την «εικονοποιία». Σε αυτό το σημείο καμπής, θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε την έκφραση του J.P. Vernant : «…γινόμαστε μάρτυρες ενός είδους γέννησης ή τουλάχιστον αναγέννησης» (Vernant, 2003, σσ. 397 - 398) και να δεχτούμε την έναρξη της παραστατικής απεικόνισης στον Ελλαδικό χώρο. Και εδώ συμβαίνει το παράδοξο: ένας λαός που έθεσε τους κανόνες και τα πρότυπα των πλαστικών τεχνών στη Δύση, εκείνη την δεδομένη στιγμή[2], ήταν αδύναμος να συλλάβει την έννοια της «συμβολικής αναπαράστασης» και έτσι προστρέχει σε δανεισμό της έννοιας από άλλους λαούς[3].
Η συμβολική αναπαράσταση δεν είναι κάτι το απλό, ούτε στην απόδοση αλλά ούτε και στη σύλληψη της ως έννοια, πολύ δε περισσότερο, δεν είναι αυτονόητη. Για την επεξήγηση της θα ανατρέξω σε έκθεση συγκεκριμένου παραδείγματος μέσα από την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας της, δηλαδή της κατασκευής της.
Οι αρχαίοι Έλληνες σε όλη τη φάση της ιστορίας τους, χρησιμοποίησαν πολλαπλές εκφράσεις για να ονομάσουν ένα παράγωγο (αντικείμενο) πλαστικής έκφρασης «άγαλμα», ξεκινώντας από την περιγραφή του «θεϊκού ειδώλου» όπως: κολοσσός, βρέτας, εικών, είδωλον, ζώδιον, ίδρυμα, άθυρμα, τύπος ,δαίδαλον, ξόανον, ανδριάς, έδος, ανδρείκελον κ.α. (Pritchett, 1998, σ. 209). Η αντίληψη αυτού του αποκαλούμενου «θεϊκού» ή «μαγικού» δεν θα μπορούσε παρά να συλληφθεί ως «ανεικονική μορφή» και ως εκ τούτου όχι μονοσήμαντη ως παραστατική. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πάρουμε πολλά «αντικείμενα» - κατεργασμένα ή μη – ακόμα και ready made (όπως θα τα αποκαλούσαμε σήμερα) και να αποδοθεί σε αυτά η «ανεικονική μορφή του θεού» π.χ. ένα μενχίρ, ένας οποιοσδήποτε τάκος πέτρας, μια κολόνα, ένα δοκάρι και αυτά, έστω και με ελάχιστη, πρωτόγονη, επεξεργασία ανθρωπόμορφης παράστασης σε ξύλο ή πηλό ή και βότσαλα μαρμάρου (αρχαϊκά, σανιδόμορφα και άλλα ειδώλια), που καμιά σχέση δεν μπορούν ακόμα να έχουν με την έννοια της «ομοιότητας». Μόνον αργότερα, προς τον 5ο π. Χ. αιώνα, εισάγεται η «μίμησης» ως έννοια εικονοποιίας  και με αυστηρούς όρους συμβολικής αναπαράστασης.
… και από το είδωλο στην εικόνα
Το προ-αρχαϊκό είδωλο, το «ξόανο»[4] ή το «παλλάδιο»[5], το πρωτόγονο αυτό ξύλινο λατρευτικό αντικείμενο, παραμένει ακόμα στο στάδιο της ανεικονικής μορφής του «θεϊκού ειδωλίου». Με τους κούρους και τις κόρες, κατά την αρχαϊκή περίοδο και μετά τον «μεσαίωνα», θα επέλθει η «αναγέννηση» της μορφής.
Εδώ, θα πρέπει να εκφράσουμε το θαυμασμό μας, στο πνεύμα των Ελλήνων της πρώιμης αρχαϊκής περιόδου διότι, όχι μόνο επεξεργάστηκαν «εκ θεμελίων» τις εννοιολογικές αρχές της κατοπινής εικονοποιίας «εικόνας» - καθώς η προηγούμενη περίοδος ήταν φάση ολοκληρωτικής πνευματικής καθυστέρησης, μιας «ex nihilo»  δημιουργίας - όπως επισήμανε  ο Paul Demargne (Vernant, 2003, p. 398), αλλά περισσότερο γιατί έπλασαν διανοητικά, κατά την πρώιμη περίοδο της φιλοσοφίας, την πλήρη σημασία του όρου «εικόνα».
Συνεπώς, από το σύμβολο «είδωλο» της ανεικονικής μορφής του υπερφυσικού όντος «θεού», οι αρχαίοι δημιουργούν «εικόνα» μορφή, με πλαστικά τεχνάσματα «τέχνη», για να παρουσιάσουν την «ψευδαίσθηση» ως πλασματική αντικειμενικότητα του συμβόλου, δηλαδή επιτυγχάνουν την αποσύνδεση της έννοιας από το θρησκευτικό «υπερφυσικό» πεδίο.
Το θέμα όμως δεν είναι τόσο απλό. Όπως γνωρίζουμε από έρευνες σχετικές με τα κυκλαδικά ειδώλια, η διάκριση των εννοιών «ειδώλου» - «εικόνας»[6] δεν είχε ακόμα κατοχυρωθεί. Πολλές είναι οι ερμηνείες και οι υποθέσεις σχετικά με την έννοια του συμβόλου του μαρμάρινου κυκλαδικού ειδωλίου (Σωτηρακοπούλου, 2005, σ. 73). Το σημαντικό είναι ότι η «τέχνη» και τα παράγωγα αυτής «δημιουργήματα», τα οποία έχουν απασχολήσει σε βάθος τους ερευνητές διαφόρων ειδικοτήτων: γλωσσολόγους, φιλολόγους, ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους, αρχαιολόγους, ιστορικούς της τέχνης αλλά και φυσικούς, χημικούς, αρχαιομέτρες, από τουλάχιστον δύο αιώνες μέχρι και σήμερα, είναι αυτή «η τέχνη» που έχει θέσει το μεγάλο ερώτημα: «είδωλα θεών» ή «εικόνες θνητών»?
HS – Agosto 2013


Βιβλιογραφία

Pritchett, K. (1998). Pausanias Periegetes. Amsterdam: J.C. Gieben.
Vernant, J.-P. (2003). Ανάμεσα στον Μύθο και την Πολιτική - μετ. Μ.Ι. Γιόση. Αθήνα: Σμίλη.
Σωτηρακοπούλου, Π. (2005). Ο Θησαυρός της Κέρου. Μύθος ή πραγματικότητα; αναζητώντας τα χαμένα κομμάτια ενός αινιγματικού συνόλου. Αθήνα: Ίδρυμα Ν. Π. Γουλανδρή - Μ.Κ.Τ.Α. - J Paul Getty Myseum, Λος Άντζελες, Cycladic Art Foundation, Nέα Υόρκη.





[1] Με την έννοια του περάσματος από τους προϊστορικούς στους ιστορικούς χρόνους (1125 – 700 π. Χ.)
[2] «σκοτεινοί αιώνες» στον ελλαδικό χώρο και την Κύπρο, από 12ο μέχρι και 8ο π.Χ. αιώνες, αποκαλείται επίσης «ενδιάμεση ή μεταβατική περίοδος» καθώς συνδέει την περίοδο του Χαλκού με την περίοδο του Σιδήρου (από το 1000 π.Χ. περίπου).
[3] E. Benveniste, “Le sens du mot ΚΟΛΟΣΣΟΣ et les noms grecs de la statue” Revue de Philologie, 6, (1933) σ. 133
[4] Ο Παυσανίας χρησιμοποιεί τη λέξη «ξόανον» 97 φορές στα «Ελλάδος Περιήγησις» (Pritchett, 1998, p. 204)
[5] Το άγαλμα (ξόανον) της Παλλάδος Αθηνάς.
[6] Μετά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. έχουμε ολοκληρωμένη μετάβαση «από τη μορφοποίηση του αοράτου στη μίμηση της μορφής»(Vernant, 2003, σ. 399).